τρεμουλιάρης

τρεμουλιάρης
α, ικο дрожащий (от страха, холода и; т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τρεμουλιάρης" в других словарях:

  • τρεμουλιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που πάσχει από τρεμούλιασμα των άκρων, τρεμάμενος: Τρεμουλιάρης γέρος. 2. αυτός που εύκολα τον πιάνει ανατριχίλα: Είναι τρεμουλιάρα, όταν βλέπει ποντικό. 3. πολύ δειλός: Δεν κάνει για πολεμιστής· είναι τρεμουλιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρεμουλιάρης — άρα, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων 2. αυτός που κρυώνει εύκολα 3. πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • τουρτουριάρης, -α, -ικο — τρεμουλιάρης από κρύο ή φόβο ή πυρετό: Τουρτουριάρης γέρος στο χιόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρεμουλιάρικος — η, ικο, Ν [τρεμουλιάρης] τρεμουλιάρης …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • λειανοτρέμουλος — ο λιγνός και τρεμουλιάρης από αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… …   Dictionary of Greek

  • τρεμουλιάζω — Ν [τρεμούλα] 1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος …   Dictionary of Greek

  • τρεμουλιαστός — και τρεμουλιαχτός, ή, ό, Ν [τρεμουλιάζω] αυτός που τρέμει, τρομώδης, τρεμουλιάρης …   Dictionary of Greek

  • τρεμούλης — ο, Ν [τρεμούλα] τρεμουλιάρης …   Dictionary of Greek

  • τρεμάμενος — η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιαστός: Με τρεμάμενα χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»